- εὔγραμμος
- εὔγραμμοςwell-designedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὔγραμμος, ον) 1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές 2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα αρχ. 1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος ο καλλιγράφος … Dictionary of Greek
εὐγράμμως — εὔγραμμος well designed adverbial εὔγραμμος well designed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔγραμμον — εὔγραμμος well designed masc/fem acc sg εὔγραμμος well designed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγράμμου — εὔγραμμος well designed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγράμμους — εὔγραμμος well designed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγράμμων — εὔγραμμος well designed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔγραμμοι — εὔγραμμος well designed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
ευγραμμία — η (Α εὐγραμμία) [εύγραμμος] νεοελλ. αρμονική διάταξη τών γραμμών τού σώματος αρχ. η ωραιότητα, η κομψότητα τών γραμμών διακοσμητικού σχεδίου … Dictionary of Greek